- περιέβαλα
- περϊέβᾱλα , περιβάλλωthrow roundaor ind act 1st sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιβάλλω — περιέβαλα, περιβλήθηκα, περιβλημένος 1. βάζω γύρω γύρω, περιτριγυρίζω, περιφράζω, περικυκλώνω. 2. μτφ., αγαπώ, εκτιμώ κάποιον: Περιβάλλω το οικόπεδο με συρματόπλεγμα – Τον περιβάλλω με αγάπη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περιβάλλω — περιβάλλω, περιέβαλα βλ. πίν. 146 Σημειώσεις: περιβάλλω : η λόγια μτχ. ενεστώτα απαντάται ως επίθετο (ο περιβάλλων χώρος) ή ως ουσιαστικό (το περιβάλλον) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής